οἰμώξας

οἰμώξας
οἰμώξᾱς , οἰμώσσω
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
οἰμώξᾱς , οἰμώζω
wail aloud
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βύθιος — α, ο (AM βύθιος, α, ον, Α και βύθιος, ον) [βυθός] 1. αυτός που βρίσκεται στον βυθό της θάλασσας 2. εκείνος που ζει στο βάθος της θάλασσας ή προέρχεται από κει (αρχ. μσν.) (το ουδ. ως επίρρ.) απ το βάθος του στήθους, βαθιά («βύθιον οἰμώξας»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”